μακρ(ο)-

μακρ(ο)-
(AM μακρ[ο]-)
α' συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, -ά, -όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β' συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης, μακρόψυχος)
2) μεγάλη απόσταση (πρβλ. μακροβόλος)
3) μεγάλη χρονική διάρκεια (πρβλ. μακρόβιος, μακροζωία, μακρόπνοος, μακροπρόθεσμος)
4) διεξοδικότητα και μεγάλη προσοχή (πρβλ. μακρόλογος, μακρορρημονώ).Λέξεις με α' συνθετικό μακρ(ο)-: μακραίων, μακρήγορος, μακρόβιος (I), μακροβίοτος, μακροβόλος, μακρόγηρως, μακροδάκτυλος, μακροήμερος, μακρόθυμος, μακροκαταληκτώ, μακροκέφαλος, μακροκομώ, μακρολόγος, μακρόουρος, μακροπίπερο, μακρόπνοια, μακρόπνους, μακρόπους, μακροπρόσωπος, μακρόπτερος, μακροπώγων, μακρόρριζος, μακρόρρυγχος, μακροσκελής, μακρόσκιος, μακροσύλλαβος, μακροτενής, μακροφάρυγξ, μακρόφυλλος, μακρόφωνος, μακρόχειρας, μακροχρόνιος, μακρόχρονος
αρχ.
μακραύχην, μακροέτειος, μακροαπόδοτος, μακροβάμων, μακρόβιος (II), μακρόγενυς, μακρογόγγυλος, μακροδία, μακροδρόμος, μακροείκελος, μακροθώραξ, μακροϊαμβείον, μακροκαμπυλαύχην, μακροκάρηνος, μακρόκαυλος, μακρόκεντρος, μακρόκερκος, μακροκοίλιος, μακρόκρανοι, μακρόκωπος, μακρόλοβος, μακρόμαλλος, μακρομεγέθης, μακροπαραληκτώ, μακροπαροίνιος, μακρόπεπλος, μακροπερίοδος, μακρόπλεκτος, μακροποιώ, μακρόπολος, μακροπόνηρος, μακροπονία, μακροπόρευτος, μακρόπορος, μακροπτόλεμος, μακροπτύστης, μακρόπυλος, μακρορρημονώ, μακρόσημος, μακροσίδηρος, μακρόσπαρτον, μακροσύνθετον, μακρόσφυκτος, μακροτένων, μακρότομος, μακρότονος, μακροφλυαρήτης, μακροφυής, μακρόχειρον, μακρόχηλος αρχ.-μσν. μακρογένειος, μακροδαπής, μακροειδής, μακρόθριξ, μακροκοίμητος, μακρόκωλος, μακρονοσώ, μακρόστιχος, μακροτράχηλος, μάκροψις, μακρόψυχος
μσν.
μακρακόντιον, μακρηγορής, μακρημύτικα, μακροβολίζομαι, μακρογενειάτης, μακρογηραία, μακροετίζω, μακρόηλος, μακρόκομπος, μακρόλεκτρος, μακρολεξία, μακρόμισθος, μακρόξυλος, μακροουραδάτος, μακρόπολις, μακρόρριν, μακροσκελόρραμφος, μακροστενής, μακροσφονδυλάτος, μακροτετράγωνος, μακροϋπνία, μακροχαράκτηρος
μσν.- νεοελλ.
μακρογένης, μακροζωία, μακρομερίζω, μακρομύτης, μακρόμυτος, μακρόρρινος, μακροστέλεχος, μακρότριχος
νεοελλ.
μακροανάλυση, μακροβούτι, μακροβραχιόνιος, μακρογαμέτης, μακρογαμετοκύτταρο, μακρογεννητοσωμία, μακρόγλωσσος, μακρόγναθος, μακρογραφία, μακροδοντία, μακρόδων, μακροεξέλιξη, μακροεργάτης, μακροθεωρία, μακροκάλυκα, μακροκάνης, μακροκάρδιος, μακρόκαρπος, μακρόκερα, μακρόκερως, μακρόκλιμα, μακροκλιματολογία, μακροκορμία, μακρόκοσμος, μακροκύτταρο, μακρολαίμης, μακρόλαιμος, μακρολέλεκας, μακρολεμφοκύτταρο, μακρολεπιδόπτερα, μακρολογιστική, μακρομάλλης, μακρομάνικος, μακρομαστία, μακρομελία, μακρομεσοκύνιος, μακρόμετρο, μακρομηλία, μακρόμισχα, μακρομόριο, μακρομούρης, μακρομούτσουνος, μακρόνυξ, μακρόνυχος, μακροοικονομία, μακροπέταλα, μακροπλαγκτόν, μακροπόδαρος, μακροπόδης, μακροπρόθεσμος, μακροπυρήνας, μακρόσεισμος, μακροσκελής, μακροσκελίζω, μακροσκεπής, μακροσκοινίζω, μακροσκοπία, μακροσκοπικός, μακροσπόριο, μακροστάφυλο, μακρόστενος, μακροστομία, μακρόστυλος, μακρόσυρτος, μακροσφαιριναιμία, μακροσφαιρίνη, μακρόσωμος, μακροτάξιδος, μακροταξιδεύω, μακρόταρσα, μακροτόμος, μάκρουρος, μακροφάγα, μακρόφαρδος, μακροφθαλμία, μακροφυσική, μακροχαίτη, μακρόχειλος, μακροχέρης, μακροψία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μάκρ' — Μάκρι , Μάκρις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκρ' — μάκραι , μάκρα bath tub fem nom/voc pl μάκρᾱͅ , μάκρα bath tub fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τραγικού ποιητή Αισχύλου (5ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται επίσης με τα ονόματα Ευβίων, Ευθίων και Βίων. 2. Μαθητής του Πλάτωνα από τη Λάμψακο (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ο Ε. θέλησε να γίνει τύραννος στην… …   Dictionary of Greek

  • ζεστουλός — ο ελαφρώς ζεστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + υποκορ. κατάλ. ουλός (πρβλ. μακρ ουλός, παχ ουλός)] …   Dictionary of Greek

  • κήδω — (ΑΜ κήδω) μέσ. κήδομαι ενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ. β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ. γ. «ἔγωγέ σ , εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

  • κεραύνοπλος — κεραύνοπλος, ον (Α) οπλισμένος με κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ αυχέν οπλος, πάν οπλος] …   Dictionary of Greek

  • κερτομώ — κερτομῶ, έω (ΑΜ) κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῑν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ. β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῑν ἡμᾱς τόδ αὖθις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • κοντινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, σε μικρή απόσταση, γειτονικός, διπλανός («έβαλαν φωτιά στο κοντινό δάσος») 2. σύντομος («από το μονοπάτι είναι πιο κοντινή η απόσταση») 3. προσεχής, επικείμενος 4. αυτός με τον οποίο έχει κάποιος στενές σχέσεις …   Dictionary of Greek

  • κόντος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) κόντος, ὁ (Μ) κόντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conte]. (II) κόντος, ὁ (Μ)… …   Dictionary of Greek

  • μάκροψις — μάκροψις, εως, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μακριά όψη, μακρύ πρόσωπο, μακροπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ὄψις (πρβλ. μίκροψις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”